- στύπαξ
- -ακος, ο, Α(δ. γρφ.) βλ. στύππαξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στύππαξ — Χαλκοπλάστης από την Κύπρο, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Εργάστηκε στην Αθήνα και αναφέρεται συχνά για το άγαλμά του «Σπλαγχνόπτης», που εικόνιζε ένα παιδί να ψήνει σπλάχνα ζώου και να φυσά τη φωτιά του βωμού. Το άγαλμα αυτό είχε στηθεί στην… … Dictionary of Greek